Από όλα τα είδη του προφορικού λαϊκού λόγου (μη εξαιρουμένου ακόμα και των τραγουδιών και των παραμυθιών) το πιο πληθωρικό και μέχρι σήμερα ζωντανό στην Σαμοθράκη είναι οι κατάρες. Οι κατάρες ανήκουν στις μικρομορφές της λαϊκής λογοτεχνίας και δεν χωρά αμφιβολία πως πρόκειται για ένα φαινόμενο διατοπικό και διαχρονικό. Η κατάρα συνεξετάζεται συνήθως με την ευχή γιατί αποτελούν τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Στην Σαμοθράκη η κατάρα λέγεται και “ευχή”.
Το γλωσσικό μέρος της κατάρας αποτελεί μόνο την μια της πλευρά. Η άλλη περιλαμβάνει και τις απαραίτητες χειρονομίες, μορφασμούς, αλλοίωση της φωνής, αφαίρεση του καλύμματος της κεφαλής, ρίξιμο κρασιού στην γη, κυρίως την φωνητική εκφραστικότητα, πράξεις που, άσχετα αν οι περισσότερες από αυτές δεν επιβεβαιώνονται σήμερα στην Σαμοθράκη, σχετίζονται προφανώς με τον μαγικό της χαρακτήρα.
Οι κατάρες λέγονται για όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας και για διάφορες περιπτώσεις. Το κακό όμως δεν εξαντλείται στον θάνατο και στην ταφή. Συνεχίζεται και μετά θάνατον. Έχουμε το φαινόμενο της μεταφυσικής τιμωρίας, αλλά φαίνεται ότι δεν είναι αυτή το χειρότερο. Το χειρότερο έχει να κάνει με το ασυγχώρητο των πράξεων από θεούς και ανθρώπους, ασυγχώρητο που ενοχλεί διότι επισύρει τον αιώνιο κοινωνικό διασυρμό. Πρόκειται για την μεταθανάτια σπίλωση της μνήμης που εκφράζεται με δυο τρόπους:
α) με την βεβήλωση του τάφου: “να’χ’σκατά στου κβούρ’τ’” και
β) με την παραδειγματική άρνηση των θεϊκών και φυσικών δυνάμεων να δεχτούν την ταφή και την φυσιολογική της κατάληξη: “ν’απουμείν’ς αλίουτους” και ακόμα πιο τρομακτικά “να σι φ’τα (να σε φτύνει) η γης κι να μη σι δέχιτι.”