Στα χωριά του Θριάσιου Πεδίου, μεγάλες πόλεις πλέον, υπήρχε ο χορός της Κυριακής. Ένας χορός, τελετουργικός και όχι χορός διασκέδασης. Σε έναν κύκλο, με σταυρωτό πιάσιμο των χεριών, τριάντα έως και σαράντα γυναίκες ελεύθερες, αρραβωνιασμένες και νέο παντρεμένες κάθε Κυριακή τραγουδούσαν και χόρευαν έναν αργό σεμνό χορό, χωρίς δύσκολους βηματισμούς, λέγοντας αυτοσχέδια δίστιχα με ελευθερία λόγου, που απορεί κανείς σήμερα, πως σε μια κλειστή αρβανίτικη κοινωνία υπήρχε αυτό. Μπορούσε η γυναίκα να μιλήσει ανοιχτά για τον έρωτα της, για τον πόνο της και γενικά για ό,τι την απασχολούσε.
Στον Ασπρόπυργο, κάποια Κυριακή του 1899 βγήκε στον χορό, στον αυλόγυρο της εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου, μια ελεύθερη κοπέλα από φτωχή οικογένεια, να τραγουδήσει για τον καλό της ο οποίος ήταν από τις πλούσιες οικογένειες του χωριού. Εξύμνησε τα κάλλη του, την εργατικότητα του και την παλικαριά του. Στο τέλος του είπε ό,τι είμαι φτωχιά και έχω μόνο ένα σιγκούνι για προίκα, πάρε με η παράτησέ με. Ο ερωτευμένος νέος παρακολουθούσε το τραγούδι της. Όμως ως δια μαγείας λύθηκε το άλογο του και μπήκε στην αυλή της κοπέλας. Αυτό θεωρήθηκε «σημάδι» και έγινε σούσουρο στο χωριό και οι θεατές–κριτές πήραν θέση! Ο έρωτας των δυο νέων πήρε την τροπή που ήθελαν, παντρεύτηκαν!
Πηγή:
ppestrovas.blogspot.gr